λιγόχρονος

λιγόχρονος
και ολιγόχρονος, -η, -ο (Α ολιγόχρονος, -ον)
αυτός που διαρκεί ή ζει για λίγο χρόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχρόνιος — α, ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, ον, θηλ. και ία) [ολιγόχρονος] αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόχρονος — η, ο (Α ὀλιγόχρονος, ον) βλ. λιγόχρονος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχρόνιος — ολιγοχρόνιος, α, ο και ολιγόχρονος, η, ο και λιγόχρονος, η, ο αυτός που διαρκεί ή που ζει λίγο χρόνο, βραχύβιος, λιγοζώητος (αντίθ. μακροχρόνιος, α, ο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”